Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συνεπιβάτης και συνεπαίρνω

συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα) [sinɛpiˈvatis, sinɛpiˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. συνεπιβάτης (σε όχημα):

Mitfahrer(in) αρσ (θηλ)

2. συνεπιβάτης (ταξιδεύοντας):

συνεπ|αίρνω <-ήρα, -αρμένος> [sinɛˈpɛrnɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский