Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συνεργάτισσα , συνεπιβάτης , συνεργατική , επιβατικός και αναβάτισσα

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα) [sinɛpiˈvatis, sinɛpiˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. συνεπιβάτης (σε όχημα):

συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα)
Mitfahrer(in) αρσ (θηλ)

2. συνεπιβάτης (ταξιδεύοντας):

συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

συνεργατική [sinɛrɣatiˈci] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский