Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συντάκτρια , συντάχτρια , ανεξεταστέος , εξέταστρα και συνεργάτρια

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

εξέταστρα [ɛˈksɛtastra] SUBST ουδ πλ

ανεξεταστέ|ος <-α, -ο> [anɛksɛtasˈtɛɔs] ΕΠΊΘ (μαθητής, σπουδαστής)

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST αρσ, συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST θηλ

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) αρσ (θηλ)
Autor(in) αρσ (θηλ)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский