Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνενώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνενώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [sinɛˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. συνενώνω (κάνω ένα):

συνενώνω

2. συνενώνω (συνδέω):

συνενώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский