Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνδρομητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνδρομητής (συνδρομήτρια) [sinðrɔmiˈtis, sinðrɔˈmitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. συνδρομητής (όποιος πληρώνει συνδρομή):

συνδρομητής (συνδρομήτρια)
Beitragszahler(in) αρσ (θηλ)

2. συνδρομητής (περιοδικού):

συνδρομητής (συνδρομήτρια)
Abonnent(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με συνδρομητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский