Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συναρμολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συναρμολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sinarmɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

συναρμολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский