Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συναποφασίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συναποφασί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sinapɔfaˈsizɔ] VERB μεταβ

1. συναποφασίζω (μιλώντας για περισσότερες πλευρές):

συναποφασίζω

2. συναποφασίζω (μιλώντας για μία μόνο πλευρά):

συναποφασίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский