Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συναγωγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συναγωγή [sinaɣɔˈji] SUBST θηλ

1. συναγωγή (συγκέντρωση):

συναγωγή
Versammlung θηλ

2. συναγωγή (Ιουδαίων):

συναγωγή
Synagoge θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский