Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμφόρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμφόρησ|η <-εις> [siɱˈfɔrisi] SUBST θηλ

1. συμφόρηση (γενικά):

συμφόρηση
Stauung θηλ
κυκλοφοριακή συμφόρηση
Stau αρσ
κυκλοφοριακή συμφόρηση
Verkehrsstau αρσ

2. συμφόρηση ΙΑΤΡ:

συμφόρηση
Blutstau αρσ
συμφόρηση
Blutandrang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με συμφόρηση

κυκλοφοριακή συμφόρηση
Stau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский