Ελληνικά » Γερμανικά

συμπολιτεία [simbɔliˈtia] SUBST θηλ

συμπολίτευσ|η <-εις> [simbɔˈlitɛfsi] SUBST θηλ

1. συμπολίτευση (κυβερνητικό κόμμα):

2. συμπολίτευση (συνασπισμός):

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια) [simbɔlɛmisˈtis, simbɔlɛˈmistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. συμπολεμιστής ΣΤΡΑΤ:

Kriegskamerad αρσ

2. συμπολεμιστής (συναγωνιστής):

Mitstreiter(in) αρσ (θηλ)

συμπολίτης (συμπολίτισσα) [simbɔˈlitis, simbɔˈlitisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συμπολίτης (συμπολίτισσα)
Mitbürger(in) αρσ (θηλ)

συμπονετικ|ός <-ή, -ό> [simbɔnɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский