Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμμορφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συμμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [simɔrˈfɔnɔ] VERB μεταβ

1. συμμορφώνω (φέρνω σε αρμονία, σε αναλογία):

συμμορφώνω

2. συμμορφώνω (κάνω φρόνιμο):

συμμορφώνω

II . συμμορφώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συμμορφώνομαι (στις ενέργειές μου):

2. συμμορφώνομαι (συμμαζεύομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский