Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγγενεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγγεν|εύω <-εψα> [siɲɟɛˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (έχω συγγένεια)

συγγενεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский