Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρογγύλευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρογγύλευσ|η <-εις> [strɔɲˈɟilɛfsi] SUBST θηλ (και: αριθμού)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский