Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στραγγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στραγγί|ζω <-σα [ή -ξα], -σμένος [ή -γμένος] > [straɲˈɟizɔ] VERB μεταβ

1. στραγγίζω (βγάζω με πίεση):

στραγγίζω

2. στραγγίζω (ρούχα):

στραγγίζω

3. στραγγίζω (φιλτράρω):

στραγγίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский