Ελληνικά » Γερμανικά

στιλάτ|ος <-η, -ο> [stiˈlatɔs] ΕΠΊΘ

στιλάτος (στο ντύσιμο)
stylisch οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский