Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταυροκοπιέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταυροκοπ|ιέμαι <-ήθηκα> [stavrɔkɔˈpçɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

σταυροκοπιέμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский