Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταμάτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταμάτημα [staˈmatima] SUBST ουδ

σταμάτημα
Anhalten ουδ
σταμάτημα στα πιτ ΑΘΛ
Boxenstopp αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σταμάτημα

σταμάτημα στα πιτ ΑΘΛ
Boxenstopp αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский