Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπείρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπείρωμα [ˈspirɔma] SUBST ουδ (βίδας)

σπείρωμα
Gewinde ουδ
θερμαντικό σπείρωμα ΗΛΕΚ
Heizspirale θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σπείρωμα

θερμαντικό σπείρωμα ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский