Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπένσερ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπένσερ [ˈspɛnsɛr] SUBST ουδ αμετάβλ (ρούχο)

σπένσερ
Spenzer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский