Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σούσουρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σούσουρο [ˈsusurɔ] SUBST ουδ

1. σούσουρο (ψιθυρίσματα):

σούσουρο
Gemurmel ουδ

2. σούσουρο μτφ (κουτσομπολιό):

σούσουρο
Gerede ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский