Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σουτάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σουτάρισμα [suˈtarizma] SUBST ουδ

1. σουτάρισμα (με το πόδι):

σουτάρισμα
Schuss αρσ

2. σουτάρισμα (με το χέρι):

σουτάρισμα
Wurf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский