Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σούρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σούρα [ˈsura] SUBST θηλ

1. σούρα (πιέτα):

σούρα
Falte θηλ

2. σούρα οικ (μεθύσι):

σούρα
Besoffenheit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σούρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский