Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σουρεαλιστής , σουρεαλιστικός και σουρεαλισμός

σουρεαλιστής (σουρεαλίστρια) [surɛalisˈtis, surɛaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σουρεαλιστής (σουρεαλίστρια)
Surrealist(in) αρσ (θηλ)

σουρεαλιστικ|ός <-ή, -ό> [surɛalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σουρεαλισμός [surɛalizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский