Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σμικρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σμικρύ|νω <-να, -νθηκα, -μένος> [zmiˈkrinɔ] VERB μεταβ

σμικρύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский