Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σμίξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σμίξιμο [ˈzmiksimɔ] SUBST ουδ

1. σμίξιμο (ανάμιξη):

σμίξιμο
Vermischung θηλ

2. σμίξιμο (συνάντηση):

σμίξιμο
Begegnung θηλ

3. σμίξιμο (συνουσία):

σμίξιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский