Ελληνικά » Γερμανικά

σκόρπι|ος <-α, -ο> [ˈskɔrpçɔs] ΕΠΊΘ

σκόρπιος

σκορπιός [skɔrˈpçɔs] SUBST αρσ

1. σκορπιός ΖΩΟΛ:

Skorpion αρσ

2. σκορπιός ΑΣΤΡΟΝ:

Skorpion αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σκόρπιος

Skorpion αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский