Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκόπιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκόπιμ|ος <-η, -ο> [ˈskɔpimɔs] ΕΠΊΘ

1. σκόπιμος (ενδεδειγμένος):

σκόπιμος

2. σκόπιμος (προμελετημένος):

σκόπιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский