Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκόπευτρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκόπευτρο [ˈskɔpɛftrɔ] SUBST ουδ

1. σκόπευτρο ΦΩΤΟΓΡ:

σκόπευτρο
Sucher αρσ

2. σκόπευτρο (τουφεκιού):

πίσω σκόπευτρο
Kimme θηλ
μπροστινό σκόπευτρο
Korn ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με σκόπευτρο

πίσω σκόπευτρο
Kimme θηλ
μπροστινό σκόπευτρο
Korn ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский