Ελληνικά » Γερμανικά

σκαμπανέβασμα [skambaˈnɛvazma] SUBST ουδ (πλοίου)

σκαμπανέβασμα
Stampfen ουδ

σκαμπανέβασμα SUBST

Καταχώριση χρήστη
σκαμπανέβασμα ουδ ΝΑΥΣ
Stampfen ουδ
σκαμπανέβασμα (διακυμάνσεις) μτφ
Schwanken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский