Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκέρτσο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκέρτσο [ˈscɛrtsɔ] SUBST ουδ

1. σκέρτσο ΜΟΥΣ:

σκέρτσο
Scherzo ουδ

2. σκέρτσο (χάρη):

σκέρτσο
Anmut θηλ

3. σκέρτσο (νάζι):

σκέρτσο
Getue ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский