Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαλόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαλόνι [saˈlɔni] SUBST ουδ

1. σαλόνι (γενικά: αίθουσα):

σαλόνι
Saal αρσ

2. σαλόνι (σπιτιού):

σαλόνι
Wohnzimmer ουδ

3. σαλόνι (έκθεση):

σαλόνι
Salon αρσ
σαλόνι αυτοκινήτου
Autosalon αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σαλόνι

Autosalon αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский