Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαγηνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαγην|εύω <-εψα, -εύτηκα> [sajiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. σαγηνεύω (για σαγηνευτικό άτομο):

σαγηνεύω

2. σαγηνεύω (προσελκύω):

σαγηνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский