Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρόζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρόζος [ˈrɔzɔs] SUBST αρσ

1. ρόζος (δέντρου):

ρόζος
Verwachsung θηλ

2. ρόζος (σε σανίδι):

ρόζος
Ast αρσ
astreines Holz ουδ

3. ρόζος (κάλος στο πρώτο στάδιο):

ρόζος
Schwiele θηλ

4. ρόζος (κάλος):

ρόζος
Hühnerauge ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский