Ελληνικά » Γερμανικά

ροκανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [rɔkaˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ροκανίζω (ξύλο):

ροκανίζω

2. ροκανίζω (τρώω σιγά σιγά) και μτφ:

ροκανίζω κάτι
an etw δοτ nagen

3. ροκανίζω μτφ (σπαταλώ):

ροκανίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ροκανίζω

ροκανίζω κάτι
an etw δοτ nagen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский