Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ραπίζω , ραγίζω και ραχιαίος

I . ραγί|ζω <-σα, -σμένος> [raˈjizɔ] VERB μεταβ

II . ραγί|ζω <-σα, -σμένος> [raˈjizɔ] VERB αμετάβ (γυαλί)

ραπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [raˈpizɔ] VERB μεταβ

ραχιαί|ος <-α, -ο> [raçiˈɛɔs] ΕΠΊΘ

Rücken-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский