Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ραβδωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ραβδωτ|ός <-ή, -ό> [ravðɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ραβδωτός (ριγωτός):

ραβδωτός

2. ραβδωτός (κίονας):

ραβδωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский