Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρήγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρήγμα [ˈriɣma] SUBST ουδ

1. ρήγμα (στον τοίχο, σε επιφάνεια):

ρήγμα
Riss αρσ

2. ρήγμα (σε γυαλί):

ρήγμα
Sprung αρσ

4. ρήγμα μτφ (ρήξη):

ρήγμα
Bruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский