Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρέμπελος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρέμπελ|ος (-η) [ˈrɛmbɛl|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (τεμπέλης)

ρέμπελος (-η)
Faulenzer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский