Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρέβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ρέ|βω <-ψα> [ˈrɛvɔ] VERB μεταβ (εξαντλώ)

ρέβω

II . ρέ|βω <-ψα> [ˈrɛvɔ] VERB αμετάβ (εξαντλούμαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский