Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυροσβεστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυροσβεστικ|ός <-ή, -ό> [pirɔzvɛstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πυροσβεστικός (των πυροσβεστών):

πυροσβεστικός
Feuerwehr-

2. πυροσβεστικός (μηχάνημα, όχημα):

πυροσβεστικός
Lösch-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский