Ελληνικά » Γερμανικά

πυροβολισμός [pirɔvɔlizˈmɔs] SUBST αρσ

I . πυροβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pirɔvɔˈlɔ] VERB αμετάβ

II . πυροβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pirɔvɔˈlɔ] VERB μεταβ

πυροβολικό [pirɔvɔliˈkɔ] SUBST ουδ

πυροβολαρχία [pirɔvɔlarˈçia] SUBST θηλ

πυροβόλο [pirɔˈvɔlɔ] SUBST ουδ

1. πυροβόλο:

Geschütz ουδ

2. πυροβόλο (κανόνι):

Kanone θηλ

πυροδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pirɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

πυρομανία [pirɔmaˈnia] SUBST θηλ

πυρομανής [pirɔmaˈnis] SUBST mf

πυροφοβία [pirɔfɔˈvia] SUBST θηλ ΨΥΧ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский