Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυκνωτής [piknɔˈtis] SUBST αρσ ΗΛΕΚ

πυκνωτής
Kondensator αρσ
ηλεκτρολυτικός πυκνωτής
κεραμικός πυκνωτής
μεταβλητός πυκνωτής
πυκνωτής πλέγματος
σταθερός πυκνωτής

Παραδειγματικές φράσεις με πυκνωτής

πυκνωτής πλέγματος
κεραμικός πυκνωτής
μεταβλητός πυκνωτής
σταθερός πυκνωτής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский