Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πτυχιούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πτυχιούχ|ος <-α, -ο> [ptiçiˈuxɔs] ΕΠΊΘ

πτυχιούχος
diplomiert, Diplom-

II . πτυχιούχ|ος <-α, -ο> [ptiçiˈuxɔs] SUBST αρσ/θηλ

πτυχιούχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский