Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προϋπηρετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προϋπηρετ|ώ <-είς, -τησα> [prɔipiˈrɛsia] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский