Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προχειρολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προχειρολογ|ώ <-είς, -ησα> [prɔçirɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

1. προχειρολογώ (μιλώ χωρίς προπαρασκευή):

προχειρολογώ

2. προχειρολογώ (μιλώ απερίσκεπτα):

προχειρολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский