Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προφυλαχτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προφυλακτικ|ός [prɔfilaktiˈkɔs], προφυλαχτικ|ός [prɔfilaxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. προφυλακτικός (που αποτρέπει κακό):

2. προφυλακτικός (προσεχτικός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский