Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προτρέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προ|τρέπω <-έτρεψα> [prɔˈtrɛpɔ] VERB μεταβ

προτρέπω σε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский