Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προστατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προστατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [prɔstaˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. προστατεύω (προφυλάγω):

προστατεύω κάποιον από κάτι
jdn vor etw δοτ schützen

2. προστατεύω (καλλιτέχνη: βοηθώ, ενισχύω):

προστατεύω

Παραδειγματικές φράσεις με προστατεύω

προστατεύω κάποιον από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский