Ελληνικά » Γερμανικά

προπαρασκευαστικ|ός <-ή, -ό> [prɔparascɛvastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νομοπαρασκευαστικ|ός <-ή, -ό> [nɔmɔparascɛvastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

προπαρασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔparascɛˈvazɔ] VERB μεταβ

προπαρασκευή [prɔparascɛˈvi] SUBST θηλ

προπερασμέν|ος <-η, -ο> [prɔpɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

παρασκευαστής (παρασκευάστρια) [parascɛvasˈtis, parascɛˈvastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (σε εργαστήριο)

απαρασκεύαστ|ος [aparaˈscɛvastɔs], απαράσκευ|ος [apaˈrascɛvɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский