Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προβιβασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προβιβασμός [prɔvivazˈmɔs] SUBST αρσ

1. προβιβασμός (υπαλλήλου):

προβιβασμός
Beförderung θηλ

2. προβιβασμός (μαθητή):

προβιβασμός
Versetzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский